τρῦχος

τρῦχος
τρῦχος, εος, τό,
A worn out, tattered garment,

τρύχει καλυφθεὶς Θεσσαλῆς ἁπληγίδος S.Fr.777

;

τρύχει πέπλων E.El.501

, cf. Thphr.HP3.8.6: pl., rags, tatters, E.El.185 (lyr.), Ph.325 (lyr.), Ar.Ach. 418.
II rent,

δι' ἱματίων . . οἷον τ. ἐποίησεν Arist.Mete.371a28

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τρῦχος — worn out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχος — και τρύχος, εος και ους, τὸ, Α 1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι 2. σχίσμα, κομμάτι 3. στον πληθ. τὰ τρύχη τα κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ τού ρ. τρύχω + κατάλ. ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφ ος)] …   Dictionary of Greek

  • τρύχει — τρύ̱χει , τρύχω wear out pres ind mp 2nd sg τρύ̱χει , τρύχω wear out pres ind act 3rd sg τρύ̱χει , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc dual (attic epic) τρύ̱χεϊ , τρῦχος worn out neut dat sg (epic ionic) τρύ̱χει , τρῦχος worn out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχη — τρύ̱χη , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τρύ̱χη , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρυχίον — τὸ, Α [τρῡχος] υποκορ. κουρέλι …   Dictionary of Greek

  • τρυχαλέος — α, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) «ῥυπαρός, λεπτός». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + επίθημα αλέος (πρβλ. ρωμ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχώ — όω, Α 1. τρύχω*, καταστρέφω («ἐτρύχωσαν τὴν Ἑλλάδα», Ηρωδιαν.) 2. παθ. τρυχοῡμαι, όομαι καταπονούμαι, εξαντλούμαι («τρυχωθῆναι τὸ σῶμα [ὑπὸ τῆς νόσου]», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ρ. τρύχω σχηματισμένος από τον τ. τρῦχος] …   Dictionary of Greek

  • τρύχινος — ίνη, ον, Α αυτός που αποτελείται από κουρέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος, τρίχ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχίων — τρῡχίων , τρῦχος worn out neut gen pl (doric) τρυχίον tatter neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρύχα — τρύ̱χᾱ , τρῦχος worn out neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”